- μητέρι
- μήτηρmotherfem dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνναίω — Α συγκατοικώ («μητέρι συνναίεσκεν», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ναίω (Ι) «κατοικώ»] … Dictionary of Greek
μητέρ' — μητέρα , μήτηρ mother fem acc sg μητέρι , μήτηρ mother fem dat sg μητέρε , μήτηρ mother fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)